- χώεο
- χώομαιto be angrypres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χώομαι — Α (επικ. τ.) 1. οργίζομαι, θυμώνω 2. (σπάν.) ταράζομαι, συγχύζομαι 3. (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου 4. (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) θυμώνω με κάποιον για κάτι («μή μοι τόδε χώεο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο φωνηεντισμός… … Dictionary of Greek